26/4/09

Παναγιώτης Φραντζής: Το πέρασμα από το παρελθόν

Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους ―είπε― εσύ,
Επανάσταση, μας άνοιξες τις φαρδιές λεωφόρους για μια πανανθρώπινη συνάντηση.
[...] Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, ―είπε― μάθαμε τουλάχιστον πως αύριο θα
συναντηθούμε. Αυτό διδάσκουμε, αυτό κηρύττουμε, μην κάνοντας καθόλου
κήρυγμα, γιατί όποιος λέει πως αγαπάει ό,τι αγαπάει, δεν κάνει κήρυγμα, λέει
μονάχα εκείνο που δε θα μπορούσε να μην πει.

Γιάννης Ρίτσος, «Όχι πολιτική», 1-3, 16-20. Ασκήσεις (1950-1960).


Θ’ αναφερθώ στους νεότερους. Αυτό που είδαμε… έχετε καταλάβει ότι ο σκηνοθέτης μάς δίνει τη σκυτάλη. Γιατί γι’ αυτό πρόκειται. Η «Σκόνη του χρόνου» συνεχίζει, βέβαια, είναι μια συνέχεια των υπολοίπων ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά βάζει πιο δυναμικά στο παιχνίδι τη νέα γενιά. Έχουμε μάλλον τη συνύπαρξη, όπως φαίνεται στο τελευταίο πλάνο, της παλιάς και της νέας εποχής σε μια έξοδο προς το μέλλον.

Η μικρή Ελένη και ο παππούς της ο Σπύρος. Ο Σπύρος, που έρχεται από όλες τις προηγούμενες ταινίες, απ’ όλους τους προηγούμενους μύθους. Αλλά δεν είναι μόνο η Ελένη αυτή που παίρνει από το χέρι, είναι και ο πατέρας της Ελένης, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Νταφόε, ο οποίος, χαμένος, ψάχνει να βρει τη σχέση του με το παρελθόν. Ακόμα πιο χαμένη, η κόρη του, που ’χει μεγαλώσει χωρίς τον πατέρα της ουσιαστικά, και σ’ ένα άλλο επίπεδο έχουμε τους πρωταγωνιστές της παλιάς εποχής, που πίστεψαν, έζησαν με πάθος και κυνήγησαν το όραμά τους, τη δική τους ουτοπία.

Στην προηγούμενη ταινία και σε αυτή που μόλις είδαμε υπάρχει μια παρόμοια σκηνή όπου, αν επιχειρούσαμε μια μεταφυσική ανάγνωση, θα λέγαμε πως συντελείται η «φώτιση», η κατά κάποιον τρόπο μεταβίβαση του πνεύματος από τη μια γενιά στην άλλη.

Στο «Λιβάδι που δακρύζει» είναι το πέρασμα από τον πατέρα στο γιο. Στο μπαλκόνι του σπιτιού, μέσα σε μια καταιγίδα, τη μέρα του θανάτου, μετά την κηδεία του πατέρα, βγαίνει με τη λάμπα θυέλλης ο γιος, μέσα σε αστραπές και είναι ένα είδος λύτρωσης αυτή η στιγμή, πια παύει να είναι γιος, είναι η σειρά του να γίνει πατέρας. Είναι η σειρά του δηλαδή, να πάρει, να κουβαλήσει επάνω του, με άλλο τρόπο τη ζωή, με άλλο τρόπο το σχέδιο για το πώς συνεχίζει, πώς συνεχίζεται η ιστορία.

Η ίδια η σκηνή, περίπου, πάλι με τον αέρα που μπαίνει με ορμή μέσ’ απ’ το παράθυρο, πάλι στο μπαλκόνι του σπιτιού, αυτή τη φορά την ώρα του θανάτου της γιαγιάς Ελένης στη «Σκόνη του χρόνου», ο αέρας που χτυπάει στο πρόσωπο τον Νταφόε, σαν να του ξυπνάει τη συνείδηση μετά από τη βασανιστική του περιπλάνηση στην ιστορία. Και τότε είναι η μικρή Ελένη που σηκώνεται από το κρεβάτι όπου στεκόταν πλάι στη γιαγιά της κρατώντας το χέρι της, και στη συνέχεια, στάζοντας και το δικό της χέρι νερό, το δίνει στον παππού και φεύγει μαζί του στο τελευταίο πλάνο.

Έχουμε πάρει τη σκυτάλη. Γενιές που μεγάλωσαν μετά το ρήγμα του ’89, καλούνται τώρα να γυρίσουν πίσω, στο παρελθόν και να αποκαταστήσουν τη σχέση τους μ’ αυτό, σ’ ένα παρελθόν που αλλάζει διαρκώς, όπως αλλάζει σήμερα η ζωή, καθώς μεταβάλλονται οι συνθήκες. Και γυρίζουμε πίσω για να ξαναβρούμε, ν’ ανακαλύψουμε παλιές αλήθειες που ακόμα ισχύουν, παρά τη σκουριά ή τη σκόνη που ’χει απλώσει ο χρόνος, και να βγούμε για την επόμενη ουτοπία, για το τρίτο φτερό.

Νομίζω ότι έχουμε πολλά να πούμε έξω κι απ’ αυτή την αίθουσα, στη μεγάλη ταινία της ζωής μας, στην πραγματικότητα, στις νέες συγκρούσεις που έρχονται, στη νέα εποχή, που έχει μπει για τα καλά και την οποία η νέα γενιά προσεγγίζει φυσικά με αντιφατικό τρόπο και συναισθήματα.

Το ζητούμενο είναι η συλλογικότητα και η μετάβαση από το σημερινό ατομικό που εξεγείρεται, στο συλλογικό υποκείμενο, στη νέα ταυτότητα και στο νέα όραμα που θα δώσει νόημα στη ζωή μας.

Είδαμε, ότι ο σκηνοθέτης στη «Σκόνη του χρόνου», μας δείχνει μια νέα γενιά, η οποία δεν έχει νόημα στη ζωή της, στην οποία το παρελθόν ακόμα βαραίνει –είναι χαρακτηριστική η εικόνα του δωματίου της μικρής Ελένης, που ’ναι γεμάτο από φιγούρες της προηγούμενης εποχής– πώς βαραίνει το παρελθόν επάνω στη ζωή της μικρής, της επόμενης γενιάς, και πώς αυτή η γενιά ζει τη δική της περιπέτεια, ψάχνοντας τρόπο από κάπου να πιαστεί και να φύγει μπροστά, κι αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα, το υπαρξιακό ζήτημα για εμάς, που ’ναι πολιτικό, είναι πολιτιστικό, είναι αισθητικό, έχει όλες αυτές τις πλευρές ταυτόχρονα και δεν μπορούμε να το διασπάμε.

Η ουσία της προσπάθειας είναι αυτό το πέρασμα από το παρελθόν, για να κατανοήσουμε, να βρούμε τον πατέρα μας, τους πατεράδες μας, δηλαδή αυτή τη γενιά που δείχνει η ταινία και την αμέσως επόμενη, γενιές που ενηλικιώθηκαν μέσα από την επιδίωξη ενός συλλογικού οράματος, ώστε να επανεφεύρουμε, να βρούμε τον τρόπο να πλησιάσουμε το νέο όραμα, τη νέα ουτοπία, που δεν εξαντλείται στο κίνημα στο οποίο συμμετέχουμε, ούτε είναι απλώς μια κίνηση που συμβαίνει τώρα - είναι μια κίνηση και αναζήτηση που ’χει αρχίσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, η ιστορική κίνηση μιας ολόκληρης εποχής, την οποία πρέπει να κατανοήσουμε, να ερμηνεύσουμε και να βρούμε τους τρόπους, να βρούμε τους κώδικες και τις λέξεις τελικά, που προσεγγίζουν αυτό, το επόμενο, το δικό μας συλλογικό όνειρο.